θεωρουμένη

θεωρουμένη
θεωρέω
to be a
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεωρουμένῃ — θεωρέω to be a pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • видимыи — (326) прич. страд. наст. 1.Видимый; доступный зрению, наблюдению: вди||го вл҃дкы не бо˫а сѩ. ко невидимааго оубоить сѩ. Изб 1076, 46 46 об.; бѣаше бо по истинѣ чловѣкъ б҃жии. свѣтило въ вьсемь мирѣ видимоѥ. ЖФП XII, 42а; и сн҃ви б҃жию… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιοκρατία — η όρος πλασμένος από τον Ωγκύστ Κοντ και που σημαίνει τη μορφή διακυβέρνησης στην οποία η εξουσία ανήκει στην ίδια την κοινωνία θεωρούμενη ως ένα οργανικό σύνολο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της,… …   Dictionary of Greek

  • κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”